- γωνιογνώμων
- (-όνος) ο угломер
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γωνιογνώμονας — ο όργανο μέτρησης γωνιών, γωνιόμετρο, μοιρογνωμόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γωνία + γνώμων ( ονος). Η λ. γωνιογνώμων μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek